οικοδομική άδεια
Greek
Etymology
See οικοδομικός (oikodomikós, “of construction, buliding”), άδεια f (ádeia, “permission, permit”).
Pronunciation
- IPA(key): /ikoðomiˈci ˈaði.a/
Noun
οικοδομική άδεια • (oikodomikí ádeia) f (plural οικοδομική άδεια)
Declension
declension of οικοδομική άδεια
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | οικοδομική άδεια • | οικοδομικές άδειες • |
genitive | οικοδομικής άδειας • | οικοδομικών αδειών • |
accusative | οικοδομική άδεια • | οικοδομικές άδειες • |
vocative | οικοδομική άδεια • | οικοδομικές άδειες • |
Related terms
- see: οικοδομώ (oikodomó, “I build”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.