οδοντικός
Greek
Etymology
From Ancient Greek ὀδοντικός (odontikós). See δόντι (dónti) and -ικός (-ikós).
Compare Mariupol Greek дъонды́ (ðondý).
Pronunciation
- IPA(key): /o.ðon.diˈkos/
Adjective
οδοντικός • (odontikós) m (feminine οδοντική, neuter οδοντικό)
- (medicine) dental, concerning the teeth
- Near-synonym: (pertaining to dentistry) οδοντιατρικός (odontiatrikós)
- οδοντικό νήμα ― odontikó níma ― dental floss
- (phonetics, phonology) dental
- Τα οδοντικά σύμφωνα είναι τα ⟨τ⟩, ⟨δ⟩, ⟨θ⟩ και ⟨ντ⟩
- Ta odontiká sýmfona eínai ta ⟨t⟩, ⟨d⟩, ⟨th⟩ kai ⟨nt⟩
- The dental consonants are ⟨τ⟩, ⟨δ⟩, ⟨θ⟩ and ⟨ντ⟩.
Declension
Declension of οδοντικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | οδοντικός • | οδοντική • | οδοντικό • | οδοντικοί • | οδοντικές • | οδοντικά • |
genitive | οδοντικού • | οδοντικής • | οδοντικού • | οδοντικών • | οδοντικών • | οδοντικών • |
accusative | οδοντικό • | οδοντική • | οδοντικό • | οδοντικούς • | οδοντικές • | οδοντικά • |
vocative | οδοντικέ • | οδοντική • | οδοντικό • | οδοντικοί • | οδοντικές • | οδοντικά • |
Further reading
- οδοντικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.