ξενοδοχοϋπάλληλος
See also: ξενοδοχουπάλληλος
Greek
Alternative forms
- ξενοδοχουπάλληλος (xenodochoupállilos) (misspelling)
Etymology
ξενοδοχ(είο) (xenodoch(eío), “hotel”) + -ο- (infix) + υπάλληλος (ypállilos, “employee”).
Pronunciation
- IPA(key): /kse.no.ðo.xo.iˈpa.li.los/
- Hyphenation: ξε‧νο‧δο‧χο‧ϋ‧πάλ‧λη‧λος
Noun
ξενοδοχοϋπάλληλος • (xenodochoÿpállilos) m or f (plural ξενοδοχοϋπάλληλοι)
Declension
declension of ξενοδοχοϋπάλληλος
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ξενοδοχοϋπάλληλος • | ξενοδοχοϋπάλληλοι • |
genitive | ξενοδοχοϋπαλλήλου • | ξενοδοχοϋπαλλήλων • |
accusative | ξενοδοχοϋπάλληλο • | ξενοδοχοϋπαλλήλους • |
vocative | ξενοδοχοϋπάλληλε • | ξενοδοχοϋπάλληλοι • |
Related terms
- ξενοδοχείο n (xenodocheío, “hotel”)
- ξενοδόχος m or f (xenodóchos, “hotelier”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.