νιτροβενζόλιο
Greek
Noun
νιτροβενζόλιο • (nitrovenzólio) n (usually uncountable, plural νιτροβενζόλια)
Declension
declension of νιτροβενζόλιο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | νιτροβενζόλιο • | νιτροβενζόλια • |
genitive | νιτρπβενζολίου •, νιτροβενζόλιου • | νιτρπβενζολίων • |
accusative | νιτροβενζόλιο • | νιτροβενζόλια • |
vocative | νιτροβενζόλιο • | νιτροβενζόλια • |
Further reading
- νιτροβενζόλιο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- νιτροβενζόλιο - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.