νιτρικός
Greek
Adjective
νιτρικός • (nitrikós) m (feminine νιτρική, neuter νιτρικό)
- (inorganic chemistry) nitric
- νιτρικό οξύ ― nitrikó oxý ― nitric acid
- (slang) rotgut (drink)
Declension
Declension of νιτρικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νιτρικός • | νιτρική • | νιτρικό • | νιτρικοί • | νιτρικές • | νιτρικά • |
genitive | νιτρικού • | νιτρικής • | νιτρικού • | νιτρικών • | νιτρικών • | νιτρικών • |
accusative | νιτρικό • | νιτρική • | νιτρικό • | νιτρικούς • | νιτρικές • | νιτρικά • |
vocative | νιτρικέ • | νιτρική • | νιτρικό • | νιτρικοί • | νιτρικές • | νιτρικά • |
Derived terms
- νιτρικό οξύ n (nitrikó oxý, “nitric acid”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.