νικητήριος
Greek
Adjective
νικητήριος • (nikitírios) m (feminine νικητήρια, neuter νικητήριο)
Declension
Declension of νικητήριος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | νικητήριος • | νικητήρια • | νικητήριο • | νικητήριοι • | νικητήριες • | νικητήρια • |
genitive | νικητήριου • | νικητήριας • | νικητήριου • | νικητήριων • | νικητήριων • | νικητήριων • |
accusative | νικητήριο • | νικητήρια • | νικητήριο • | νικητήριους • | νικητήριες • | νικητήρια • |
vocative | νικητήριε • | νικητήρια • | νικητήριο • | νικητήριοι • | νικητήριες • | νικητήρια • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο νικητήριος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο νικητήριος, etc.) |
Related terms
- see: νίκη f (níki, “victory”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.