μπακάλικο
Greek
Etymology
μπακάλης
(
bakális
,
“
grocer
”
)
+
-ικο
(
-iko
,
“
shop, etc
”
)
Noun
μπακάλικο
• (
bakáliko
)
n
grocer
's
shop
,
grocery
Declension
declension of μπακάλικο
case
\
number
singular
plural
nominative
μπακάλικο
•
μπακάλικα
•
genitive
μπακάλικου
•
μπακάλικων
•
accusative
μπακάλικο
•
μπακάλικα
•
vocative
μπακάλικο
•
μπακάλικα
•
Synonyms
παντοπωλείο
n
(
pantopoleío
)
μπακαλικάκι
n
(
bakalikáki
)
(
diminutive form
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.