μοίρα

See also: μοῖρα and Μοῖρα

Greek

Etymology

From Ancient Greek μοῖρα and the three Μοῖραι (Moîrai, Fates).

Pronunciation

  • IPA(key): /ˈmira/
  • Hyphenation: μοί‧ρα

Noun

μοίρα • (moíra) f (plural μοίρες)

  1. fate, destiny
  2. portion, share
  3. (geometry) degree (unit of angle)
  4. (military) squadron

Declension

Synonyms

sense: destiny

  • πεπρωμένο n (peproméno)
  • γραφτό (graftó, written)
  • ειμαρμένη f (eimarméni) (formal)
  • ριζικό n (rizikó)
  • κισμέτ n (kismét)

sense: portion

  • μοιράδι n (moirádi)

Derived terms

  • δεν έχω στον ήλιο μοίρα (den écho ston ílio moíra)
  • μ̊ ()
  • άμοιρος (ámoiros, ill-fated, unfortunate, adjective)
  • δύσμοιρος (dýsmoiros, wretched)
  • κακομοίρης (kakomoíris, pitiable, poor)
  • κακομοιριά f (kakomoiriá)
  • κακομοιριασμένος (kakomoiriasménos, in poor condition)
  • κακομοίρικος (kakomoírikos, of a κακομοίρης)
  • μισοκακόμοιρος (misokakómoiros, pretending to be κακόμοιρος)
  • ψευτοκακόμοιρος (pseftokakómoiros, falsely pretending to be κακόμοιρος)
  • κακόμοιρος (kakómoiros, pitiable, poor)
  • μεμψιμοιρία f (mempsimoiría, cavil)
  • μεμψίμοιρος (mempsímoiros, complaining, grumpy)
  • μεμψίμοιρώ (mempsímoiró, cavil)
  • μοιράζω (moirázo, distribute)
  • μοιραίος (moiraíos, fatal)
  • μοίραρχος m (moírarchos) (military)
  • μοιρογνωμόνιο n (moirognomónio)
  • μοιρολατρία f (moirolatría, fatalism)
  • μοιρολογώ (moirologó, mourn)
  • μοιρολόι (moirolói, mourning)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.