μισθοδοσία
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /misθoðoˈsia/
- Hyphenation: μισ‧θο‧δο‧σία
Declension
declension of μισθοδοσία
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | μισθοδοσία • | μισθοδοσίες • |
genitive | μισθοδοσίας • | μισθοδοσιών • |
accusative | μισθοδοσία • | μισθοδοσίες • |
vocative | μισθοδοσία • | μισθοδοσίες • |
Related terms
- μισθός (misthós, “salary, wage”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.