μισαλλοδοξία

Greek

FWOTD – 25 July 2018

Etymology

From μισαλλόδοξος (misallódoxos, bigot), derived from μισῶ (misô, to hate) + ἀλλόδοξος (allódoxos, allodox). In turn from ἄλλος (állos, other) + δόξα (dóxa, belief). First attested in 1826.[1]

Pronunciation

  • IPA(key): /mi.sa.lo.ðoˈksi.a/
  • Hyphenation: μι‧σαλ‧λο‧δο‧ξί‧α

Noun

μισαλλοδοξία • (misallodoxía) f (plural μισαλλοδοξίες)

  1. bigotry
    • 1999, Konstantinos Tsatsos, Στις ρίζες της αμερικανικής δημοκρατίας [On the Roots of the American Democracy]:
      Ο αγώνας μεταξύ ελευθερίας και μισαλλοδοξίας άρχισε από τα πρώτα χρόνια της ιστορίας της Αμερικής.
      O agónas metaxý eleftherías kai misallodoxías árchise apó ta próta chrónia tis istorías tis Amerikís.
      The fight between liberty and bigotry began from the first years of the history of America.

Declension

References

  1. Georgios Babiniotis, Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας, 2nd edition, p. 1108, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα, 2002.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.