μιλιταρισμός
Greek
Noun
μιλιταρισμός • (militarismós) m (uncountable)
- militarism
- Synonym: στρατοκρατία (stratokratía)
- Antonym: αντιμιλιταρισμός (antimilitarismós)
Declension
declension of μιλιταρισμός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | μιλιταρισμός • | μιλιταρισμοί • |
genitive | μιλιταρισμού • | μιλιταρισμών • |
accusative | μιλιταρισμό • | μιλιταρισμούς • |
vocative | μιλιταρισμέ • | μιλιταρισμοί • |
Coordinate terms
- see: στρατός m (stratós, “army”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.