μεταβλητότητα
Greek
Noun
μεταβλητότητα • (metavlitótita) f (usually uncountable, plural μεταβλητότητες)
Declension
declension of μεταβλητότητα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | μεταβλητότητα • | μεταβλητότητες • |
genitive | μεταβλητότητας • | μεταβλητοτήτων • |
accusative | μεταβλητότητα • | μεταβλητότητες • |
vocative | μεταβλητότητα • | μεταβλητότητες • |
Related terms
- μεταβλητός (metavlitós, “changeable, variable”, adjective)
Further reading
- μεταβλητότητα - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.