μελωδία
See also:
μελῳδία
Greek
Noun
μελωδία
• (
melodía
)
f
(
plural
μελωδίες
)
(
music
)
melody
,
tune
(
music
)
carol
,
tune
Declension
declension of μελωδία
case
\
number
singular
plural
nominative
μελωδία
•
μελωδίες
•
genitive
μελωδίας
•
μελωδιών
•
accusative
μελωδία
•
μελωδίες
•
vocative
μελωδία
•
μελωδίες
•
Related terms
μελωδικός
(
melodikós
,
“
melodious
”
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.