μαυρισμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of μαυρίζομαι (mavrízomai), passive voice of μαυρίζω (mavrízo, “to blacken”).
Pronunciation
- IPA(key): /ma.vriˈzme.nos/
- Hyphenation: μαυ‧ρι‧σμέ‧νος
Participle
μαυρισμένος • (mavrisménos) m (feminine μαυρισμένη, neuter μαυρισμένο)
Declension
Declension of μαυρισμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μαυρισμένος • | μαυρισμένη • | μαυρισμένο • | μαυρισμένοι • | μαυρισμένες • | μαυρισμένα • |
genitive | μαυρισμένου • | μαυρισμένης • | μαυρισμένου • | μαυρισμένων • | μαυρισμένων • | μαυρισμένων • |
accusative | μαυρισμένο • | μαυρισμένη • | μαυρισμένο • | μαυρισμένους • | μαυρισμένες • | μαυρισμένα • |
vocative | μαυρισμένε • | μαυρισμένη • | μαυρισμένο • | μαυρισμένοι • | μαυρισμένες • | μαυρισμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο μαυρισμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο μαυρισμένος, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.