μαλινέζικος
Greek
Adjective
μαλινέζικος • (malinézikos) m (feminine μαλινέζικη, neuter μαλινέζικο)
- Malian (of or pertaining to Mali or its people)
Declension
Declension of μαλινέζικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | μαλινέζικος • | μαλινέζικη • | μαλινέζικο • | μαλινέζικοι • | μαλινέζικες • | μαλινέζικα • |
genitive | μαλινέζικου • | μαλινέζικης • | μαλινέζικου • | μαλινέζικων • | μαλινέζικων • | μαλινέζικων • |
accusative | μαλινέζικο • | μαλινέζικη • | μαλινέζικο • | μαλινέζικους • | μαλινέζικες • | μαλινέζικα • |
vocative | μαλινέζικε • | μαλινέζικη • | μαλινέζικο • | μαλινέζικοι • | μαλινέζικες • | μαλινέζικα • |
Related terms
- see: Μάλι n (Máli, “Mali”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.