μέσο μαζικής ενημέρωσης
Greek
Alternative forms
- ΜΜΕ (MME, initialism)
Etymology
See μέσο (noun, "medium"), μαζικής (feminine genitive) of adjective μαζικός (“mass”), ενημέρωσης (genitive singular) of noun ενημέρωση f (“information up-to-date”).
Pronunciation
- IPA(key): /ˈmeso maziˈcis eniˈmerosis/
Audio (file)
Noun
μέσο μαζικής ενημέρωσης • (méso mazikís enimérosis) n (plural μέσα μαζικής ενημέρωσης) (expression)
Declension
declension of μέσο μαζικής ενημέρωσης
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | μέσο μαζικής ενημέρωσης • | μέσα μαζικής ενημέρωσης • |
genitive | μέσου μαζικής ενημέρωσης • | μέσων μαζικής ενημέρωσης • |
accusative | μέσο μαζικής ενημέρωσης • | μέσα μαζικής ενημέρωσης • |
vocative | μέσο μαζικής ενημέρωσης • | μέσα μαζικής ενημέρωσης • |
Synonyms
- μέσο μαζικής επικοινωνίας n (méso mazikís epikoinonías, “mass medium -of communciation-”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.