λουλακής
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /lu.laˈcis/
- Hyphenation: λου‧λα‧κής
Adjective
λουλακής • (loulakís) m (feminine λουλακιά, neuter λουλακί)
Declension
Declension of λουλακής
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λουλακής • | λουλακιά • | λουλακί • | λουλακιοί • | λουλακιές • | λουλακιά • |
genitive | λουλακή • / λουλακιού • | λουλακιάς • | λουλακιού • | λουλακιών • | λουλακιών • | λουλακιών • |
accusative | λουλακή • | λουλακιά • | λουλακί • | λουλακιούς • | λουλακιές • | λουλακιά • |
vocative | λουλακή • | λουλακιά • | λουλακί • | λουλακιοί • | λουλακιές • | λουλακιά • |
Related terms
Further reading
- λουλακής - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- λουλακής - Charalambakis, Chistoforos et al. (2014) Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Christiko lexiko tis Neoellhnikis Glossas) [A Practical dictionary of Modern Greek language] (in Greek) Athens: Academy of Athens. (online since 2023 - abbreviations - symbols)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.