λιμένας
Ancient Greek
Pronunciation
- (5th BCE Attic) IPA(key): /li.mé.nas/
- (1st CE Egyptian) IPA(key): /liˈme.nas/
- (4th CE Koine) IPA(key): /liˈme.nas/
- (10th CE Byzantine) IPA(key): /liˈme.nas/
- (15th CE Constantinopolitan) IPA(key): /liˈme.nas/
Greek
Etymology
From Ancient Greek λιμήν (limḗn) (from accusative: τὸν λῐμένᾰ (liména).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /liˈmenas/
- Hyphenation: λι‧μέ‧νας
Noun
λιμένας • (liménas) m (plural λιμένες)
Declension
Synonyms
Hyponyms
- αποβάθρα f (apováthra, “quay, pier”)
- κυματοθραύστης m (kymatothráfstis)
- λιμενοβραχίονας m (limenovrachíonas)
- μόλος m (mólos, “jetty, mole”)
- προβλήτα f (provlíta, “pier”)
- προκυμαία f (prokymaía, “whart, jetty”)
Related terms
- αερολιμένας m (aeroliménas, “airport”) (formal)
- αερολιμενάρχης m (aerolimenárchis)
- αλίμενος (alímenos, “harbourless”)
- ελλιμενίζομαι (ellimenízomai)
- ελλιμενισμός m (ellimenismós)
- ευλίμενος (evlímenos, “a place with good natural ports”)
- λιμεναρχείο (limenarcheío)
- λιμενάρχης m (limenárchis)
- λιμενεργάτης m (limenergátis)
- λιμενικός (limenikós)
- λιμενοβραχίονας m (limenovrachíonas)
- λιμενοφύλακας m (limenofýlakas)
- λιμενοφυλακή f (limenofylakí)
- προσλιμενίζομαι (proslimenízomai)
- and see: λιμάνι n (limáni) for Derivatives from stem λιμαν-
See also
- επίνειο n (epíneio)
- ιχθυόσκαλα f (ichthyóskala)
- νεώριο n (neório)
References
- λιμένας - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.