λεπτός

Ancient Greek

Etymology

From λέπω (lépō, I peel) + -τός (-tós).

Adjective

λεπτός • (leptós) m (feminine λεπτή, neuter λεπτόν); first/second declension

  1. (rare, literally) peeled, husked (of grain)
  2. fine-grained (ashes, soil, etc.)
  3. thin, lean (people or animals)
  4. straight, narrow (spaces)
  5. small, weak, impotent
  6. light, slight (breezes)
  7. thin (liquids)
  8. (figuratively) refined, delicate, subtle

Inflection

Derived terms

  • ἡμίλεπτος (hēmíleptos)
  • λεπταλέος (leptaléos)
  • λεπτάριον (leptárion)
  • λεπτεπίλεπτος (leptepíleptos)
  • λεπτερέβινθος (lepterébinthos)
  • λεπτηκής (leptēkḗs)
  • λεπτίζω (leptízō)
  • λεπτίον (leptíon)
  • λεπτίτιδες (leptítides)
  • λεπτόβλαστος (leptóblastos)
  • λεπτόβυρσος (leptóbursos)
  • λεπτόγαστρος (leptógastros)
  • λεπτόγεως (leptógeōs)
  • λεπτογνώμων (leptognṓmōn)
  • λεπτόγραμμος (leptógrammos)
  • λεπτόγραφος (leptógraphos)
  • λεπτόδερμος (leptódermos)
  • λεπτόδομος (leptódomos)
  • λέπτοθριξ (léptothrix)
  • λεπτόθριος (leptóthrios)
  • λεπτόϊνος (leptóïnos)
  • λεπτοκάλαμος (leptokálamos)
  • λεπτόκαρπος (leptókarpos)
  • λεπτοκάρυον (leptokáruon)
  • λεπτόκαρφος (leptókarphos)
  • λεπτοκεραμεύς (leptokerameús)
  • λεπτόκνημος (leptóknēmos)
  • λεπτοκοπέω (leptokopéō)
  • λεπτοκτήτωρ (leptoktḗtōr)
  • λεπτολάχανον (leptolákhanon)
  • λεπτόλιθος (leptólithos)
  • λεπτόλογος (leptólogos)
  • λεπτομερής (leptomerḗs)
  • λεπτομέριμνος (leptomérimnos)
  • λεπτομήλη (leptomḗlē)
  • λεπτόμιτος (leptómitos)
  • λεπτόν (leptón)
  • λεπτόνευρος (leptóneuros)
  • λεπτόπηνος (leptópēnos)
  • λεπτοποιέω (leptopoiéō)
  • λεπτόπους (leptópous)
  • λεπτόπρυμνος (leptóprumnos)
  • λεπτόπυγος (leptópugos)
  • λεπτόραμφος (leptóramphos)
  • λεπτόρριζος (leptórrhizos)
  • λεπτόρρυτος (leptórrhutos)
  • λεπτόσαρκος (leptósarkos)
  • λεπτοσίνιον (leptosínion)
  • λεπτοσκελής (leptoskelḗs)
  • λεπτοσπάθιον (leptospáthion)
  • λεπτόσπερμος (leptóspermos)
  • λεπτόστομος (leptóstomos)
  • λεπτοσύνη (leptosúnē)
  • λεπτοσύνθετος (leptosúnthetos)
  • λεπτοσχιδής (leptoskhidḗs)
  • λεπτόσωμος (leptósōmos)
  • λεπτοταρίχιον (leptotaríkhion)
  • λεπτότης (leptótēs)
  • λεπτοτομέω (leptotoméō)
  • λεπτοτράχηλος (leptotrákhēlos)
  • λεπτότρητος (leptótrētos)
  • λεπτουργός (leptourgós)
  • λεπτοϋφής (leptoüphḗs)
  • λεπτοφαής (leptophaḗs)
  • λεπτόφλοιος (leptóphloios)
  • λεπτοφυής (leptophuḗs)
  • λεπτόφυλλος (leptóphullos)
  • λεπτόφωνος (leptóphōnos)
  • λεπτοχειλής (leptokheilḗs)
  • λεπτόχρως (leptókhrōs)
  • λεπτόχυλος (leptókhulos)
  • λεπτοψάμαθος (leptopsámathos)
  • λεπτόψηφος (leptópsēphos)
  • λεπτύνω (leptúnō)

Descendants

  • Greek: λεπτός (leptós)

Further reading

Greek

Etymology

From Ancient Greek λεπτός (leptós, small).

Adjective

λεπτός • (leptós) m (feminine λεπτή, neuter λεπτό)

  1. thin, skinny, slim
    Synonym: άπαχος (ápachos)
  2. flimsy
  3. delicate, refined

Declension

Derived terms

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.