λανθασμένος
Greek
Etymology
Passive perfect participle of λανθάνω (lantháno), a morphologically incorrect participle formation based on the present tense.[1]
Pronunciation
- IPA(key): /lan.θaˈsme.nos/
- Hyphenation: λαν‧θα‧σμέ‧νος
Participle
λανθασμένος • (lanthasménos) m (feminine λανθασμένη, neuter λανθασμένο)
Declension
Declension of λανθασμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | λανθασμένος • | λανθασμένη • | λανθασμένο • | λανθασμένοι • | λανθασμένες • | λανθασμένα • |
genitive | λανθασμένου • | λανθασμένης • | λανθασμένου • | λανθασμένων • | λανθασμένων • | λανθασμένων • |
accusative | λανθασμένο • | λανθασμένη • | λανθασμένο • | λανθασμένους • | λανθασμένες • | λανθασμένα • |
vocative | λανθασμένε • | λανθασμένη • | λανθασμένο • | λανθασμένοι • | λανθασμένες • | λανθασμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο λανθασμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο λανθασμένος, etc.) |
References
- λανθασμένος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.