κωδωνοστάσιο
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ko.ðo.nosˈtas.ço/
Noun
κωδωνοστάσιο • (kodonostásio) n (plural κωδωνοστάσια)
- bell tower, belfry, campanile
- Synonym: καμπαναριό (kampanarió)
Declension
declension of κωδωνοστάσιο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | κωδωνοστάσιο • | κωδωνοστάσια • |
genitive | κωδωνοστασίου •, κωδωνοστάσιου • | κωδωνοστασίων • |
accusative | κωδωνοστάσιο • | κωδωνοστάσια • |
vocative | κωδωνοστάσιο • | κωδωνοστάσια • |
Related terms
- κωδωνοκρούστης m (kodonokroústis, “bell ringer”)
References
- κωδωνοστάσιο - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.