κωδικός
Greek
Declension
Declension of κωδικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κωδικός • | κωδική • | κωδικό • | κωδικοί • | κωδικές • | κωδικά • |
genitive | κωδικού • | κωδικής • | κωδικού • | κωδικών • | κωδικών • | κωδικών • |
accusative | κωδικό • | κωδική • | κωδικό • | κωδικούς • | κωδικές • | κωδικά • |
vocative | κωδικέ • | κωδική • | κωδικό • | κωδικοί • | κωδικές • | κωδικά • |
Declension
declension of κωδικός
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | κωδικός • | κωδικοί • |
genitive | κωδικού • | κωδικών • |
accusative | κωδικό • | κωδικούς • |
vocative | κωδικέ • | κωδικοί • |
Synonyms
- κωδικός πρόσβασης m (kodikós prósvasis)
Related terms
- ακωδικοποίητος (akodikopoíitos, “uncodified”)
- κώδικας m (kódikas, “code”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.