κτηνοβασία
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ktinovaˈsia/
- Hyphenation: κτη‧νο‧βα‧σί‧α
Noun
κτηνοβασία • (ktinovasía) f (plural κτηνοβασίες)
- beastiality (sexual activity between a human and another animal species)
Declension
declension of κτηνοβασία
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | κτηνοβασία • | κτηνοβασίες • |
genitive | κτηνοβασίας • | κτηνοβασιών • |
accusative | κτηνοβασία • | κτηνοβασίες • |
vocative | κτηνοβασία • | κτηνοβασίες • |
Related terms
- κτηνοβάτης m (ktinovátis, “bestialist”)
- κτηνοβατώ (ktinovató, “I engage in bestiality”)
- and see: αποκτηνώνω (apoktinóno, “I brutalise”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.