κρεμασμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of κρεμιέμαι (kremiémai), passive voice of κρεμάω / κρεμώ (kremó, “to hang”).
Pronunciation
- IPA(key): /kre.maˈzme.nos/
- Hyphenation: κρε‧μα‧σμέ‧νος
Participle
κρεμασμένος • (kremasménos) m (feminine κρεμασμένη, neuter κρεμασμένο)
Declension
Declension of κρεμασμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κρεμασμένος • | κρεμασμένη • | κρεμασμένο • | κρεμασμένοι • | κρεμασμένες • | κρεμασμένα • |
genitive | κρεμασμένου • | κρεμασμένης • | κρεμασμένου • | κρεμασμένων • | κρεμασμένων • | κρεμασμένων • |
accusative | κρεμασμένο • | κρεμασμένη • | κρεμασμένο • | κρεμασμένους • | κρεμασμένες • | κρεμασμένα • |
vocative | κρεμασμένε • | κρεμασμένη • | κρεμασμένο • | κρεμασμένοι • | κρεμασμένες • | κρεμασμένα • |
Synonyms
- κρεμαστός (kremastós)
- κρεμάμενος (kremámenos)
Antonyms
- ξεκρέμαστος (xekrémastos)
Related terms
- στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάνε για σκοινί (sto spíti tou kremasménou den miláne gia skoiní)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.