κοφτερός
Greek
Etymology
From Byzantine Greek κοπτερός (kopterós), from κόπτω (kóptō, “to cut”).
Pronunciation
- IPA(key): /kofteˈros/
- Hyphenation: κο‧φτε‧ρός
Declension
Declension of κοφτερός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κοφτερός • | κοφτερή • | κοφτερό • | κοφτεροί • | κοφτερές • | κοφτερά • |
genitive | κοφτερού • | κοφτερής • | κοφτερού • | κοφτερών • | κοφτερών • | κοφτερών • |
accusative | κοφτερό • | κοφτερή • | κοφτερό • | κοφτερούς • | κοφτερές • | κοφτερά • |
vocative | κοφτερέ • | κοφτερή • | κοφτερό • | κοφτεροί • | κοφτερές • | κοφτερά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κοφτερός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κοφτερός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κοφτερότερος • | κοφτερότερη • | κοφτερότερο • | κοφτερότεροι • | κοφτερότερες • | κοφτερότερα • |
genitive | κοφτερότερου • | κοφτερότερης • | κοφτερότερου • | κοφτερότερων • | κοφτερότερων • | κοφτερότερων • |
accusative | κοφτερότερο • | κοφτερότερη • | κοφτερότερο • | κοφτερότερους • | κοφτερότερες • | κοφτερότερα • |
vocative | κοφτερότερε • | κοφτερότερη • | κοφτερότερο • | κοφτερότεροι • | κοφτερότερες • | κοφτερότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο κοφτερότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κοφτερότατος • | κοφτερότατη • | κοφτερότατο • | κοφτερότατοι • | κοφτερότατες • | κοφτερότατα • |
genitive | κοφτερότατου • | κοφτερότατης • | κοφτερότατου • | κοφτερότατων • | κοφτερότατων • | κοφτερότατων • |
accusative | κοφτερότατο • | κοφτερότατη • | κοφτερότατο • | κοφτερότατους • | κοφτερότατες • | κοφτερότατα • |
vocative | κοφτερότατε • | κοφτερότατη • | κοφτερότατο • | κοφτερότατοι • | κοφτερότατες • | κοφτερότατα • |
notes | • absolute superlative is rare |
Further reading
- κοφτερός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.