καταπληκτικός
Greek
Adjective
καταπληκτικός • (katapliktikós) m (feminine καταπληκτική, neuter καταπληκτικό)
Declension
Declension of καταπληκτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταπληκτικός • | καταπληκτική • | καταπληκτικό • | καταπληκτικοί • | καταπληκτικές • | καταπληκτικά • |
genitive | καταπληκτικού • | καταπληκτικής • | καταπληκτικού • | καταπληκτικών • | καταπληκτικών • | καταπληκτικών • |
accusative | καταπληκτικό • | καταπληκτική • | καταπληκτικό • | καταπληκτικούς • | καταπληκτικές • | καταπληκτικά • |
vocative | καταπληκτικέ • | καταπληκτική • | καταπληκτικό • | καταπληκτικοί • | καταπληκτικές • | καταπληκτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καταπληκτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καταπληκτικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταπληκτικότερος • | καταπληκτικότερη • | καταπληκτικότερο • | καταπληκτικότεροι • | καταπληκτικότερες • | καταπληκτικότερα • |
genitive | καταπληκτικότερου • | καταπληκτικότερης • | καταπληκτικότερου • | καταπληκτικότερων • | καταπληκτικότερων • | καταπληκτικότερων • |
accusative | καταπληκτικότερο • | καταπληκτικότερη • | καταπληκτικότερο • | καταπληκτικότερους • | καταπληκτικότερες • | καταπληκτικότερα • |
vocative | καταπληκτικότερε • | καταπληκτικότερη • | καταπληκτικότερο • | καταπληκτικότεροι • | καταπληκτικότερες • | καταπληκτικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο καταπληκτικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταπληκτικότατος • | καταπληκτικότατη • | καταπληκτικότατο • | καταπληκτικότατοι • | καταπληκτικότατες • | καταπληκτικότατα • |
genitive | καταπληκτικότατου • | καταπληκτικότατης • | καταπληκτικότατου • | καταπληκτικότατων • | καταπληκτικότατων • | καταπληκτικότατων • |
accusative | καταπληκτικότατο • | καταπληκτικότατη • | καταπληκτικότατο • | καταπληκτικότατους • | καταπληκτικότατες • | καταπληκτικότατα • |
vocative | καταπληκτικότατε • | καταπληκτικότατη • | καταπληκτικότατο • | καταπληκτικότατοι • | καταπληκτικότατες • | καταπληκτικότατα • |
Related terms
- καταπληκτικά (katapliktiká, “fantastic”)
- κατάπληκτος (katápliktos, “astonished, amazed”)
- κατάπληξη f (katáplixi, “astonishment, amazement”)
- καταπληξία f (kataplixía, “shock”)
- καταπλήσσω (kataplísso, “to shock, to astonish”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.