καταλανικός
Greek
Adjective
καταλανικός • (katalanikós) m (feminine καταλανική, neuter καταλανικό)
- Catalan, Catalonian (relating to Catalonia or its people or language)
Declension
Declension of καταλανικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καταλανικός • | καταλανική • | καταλανικό • | καταλανικοί • | καταλανικές • | καταλανικά • |
genitive | καταλανικού • | καταλανικής • | καταλανικού • | καταλανικών • | καταλανικών • | καταλανικών • |
accusative | καταλανικό • | καταλανική • | καταλανικό • | καταλανικούς • | καταλανικές • | καταλανικά • |
vocative | καταλανικέ • | καταλανική • | καταλανικό • | καταλανικοί • | καταλανικές • | καταλανικά • |
Related terms
- see: Καταλονία f (Katalonía, “Catalonia”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.