καστανοκίτρινος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /ka.sta.noˈci.tɾi.nos/
- Hyphenation: κα‧στα‧νο‧κί‧τρι‧νος
Adjective
καστανοκίτρινος • (kastanokítrinos) n (feminine καστανοκίτρινη, neuter καστανοκίτρινο) [1]
Declension
Declension of καστανοκίτρινος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καστανοκίτρινος • | καστανοκίτρινη • | καστανοκίτρινο • | καστανοκίτρινοι • | καστανοκίτρινες • | καστανοκίτρινα • |
genitive | καστανοκίτρινου • | καστανοκίτρινης • | καστανοκίτρινου • | καστανοκίτρινων • | καστανοκίτρινων • | καστανοκίτρινων • |
accusative | καστανοκίτρινο • | καστανοκίτρινη • | καστανοκίτρινο • | καστανοκίτρινους • | καστανοκίτρινες • | καστανοκίτρινα • |
vocative | καστανοκίτρινε • | καστανοκίτρινη • | καστανοκίτρινο • | καστανοκίτρινοι • | καστανοκίτρινες • | καστανοκίτρινα • |
Related terms
- καστανοκίτρινο n (kastanokítrino, “the color/colour fawn”, noun)
References
- "καστανοκίτρινος" — Anastasiadi-Symeonidi, Anna (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής (ΑΛΝΕ) [Α Reverse Index of Modern Greek (RIMG)] @ins Institute of Modern Greek Studies (Manolis Triandafyllidis Foundation) ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (abbreviations, asterisk for literary words)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.