καστανέρυθρος
Greek
Etymology
κασταν(ός) (kastan(ós), “brown”) + ερυθρός (erythrós, “red”).[1]
Pronunciation
- IPA(key): /ka.staˈne.ɾi.θɾos/
- Hyphenation: κα‧στα‧νέ‧ρυ‧θρος
Adjective
καστανέρυθρος • (kastanérythros) m (feminine καστανέρυθρη, neuter καστανέρυθρο)
Declension
Declension of καστανέρυθρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καστανέρυθρος • | καστανέρυθρη • | καστανέρυθρο • | καστανέρυθροι • | καστανέρυθρες • | καστανέρυθρα • |
genitive | καστανέρυθρου • | καστανέρυθρης • | καστανέρυθρου • | καστανέρυθρων • | καστανέρυθρων • | καστανέρυθρων • |
accusative | καστανέρυθρο • | καστανέρυθρη • | καστανέρυθρο • | καστανέρυθρους • | καστανέρυθρες • | καστανέρυθρα • |
vocative | καστανέρυθρε • | καστανέρυθρη • | καστανέρυθρο • | καστανέρυθροι • | καστανέρυθρες • | καστανέρυθρα • |
Coordinate terms
- see: μοβ (mov) for similar colours
Related terms
- καστανέρυθρο n (kastanérythro, “maroon”, noun) (the color/colour)
References
- καστανέρυθρος - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. [Papyros-Larousse-Britannica: Dictionary of Greek Language, ancient - medieval - modern, defining - etymological] (in Greek) vols.1-13. Athens: Papyros, 1981‑1994, edition: 2013 (v).
- καστανέρυθρος, Parallel Search - Text Corpora @greek-language.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.