καρδιοπάθεια
Greek
Noun
καρδιοπάθεια • (kardiopátheia) f (plural καρδιοπάθειες)
Declension
declension of καρδιοπάθεια
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | καρδιοπάθεια • | καρδιοπάθειες • |
genitive | καρδιοπάθειας • | καρδιοπαθειών • |
accusative | καρδιοπάθεια • | καρδιοπάθειες • |
vocative | καρδιοπάθεια • | καρδιοπάθειες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.