καναδικός
Greek
Alternative forms
- καναδέζικος (kanadézikos) (Katharevousa)
Declension
Declension of καναδικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | καναδικός • | καναδική • | καναδικό • | καναδικοί • | καναδικές • | καναδικά • |
genitive | καναδικού • | καναδικής • | καναδικού • | καναδικών • | καναδικών • | καναδικών • |
accusative | καναδικό • | καναδική • | καναδικό • | καναδικούς • | καναδικές • | καναδικά • |
vocative | καναδικέ • | καναδική • | καναδικό • | καναδικοί • | καναδικές • | καναδικά • |
Related terms
- see: Καναδάς m (Kanadás, “Canada”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.