καθαρματάρα
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /kaθaɾmaˈtaɾa/
- Hyphenation: κα‧θαρ‧μα‧τά‧ρα
Noun
καθαρματάρα • (katharmatára) n (plural καθαρματάρες)
- (offensive, derogatory) Augmentative of κάθαρμα (kátharma, “bastard, son of a bitch”)
Declension
declension of καθαρματάρα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | καθαρματάρα • | καθαρματάρες • |
genitive | καθαρματάρας • | — |
accusative | καθαρματάρα • | καθαρματάρες • |
vocative | καθαρματάρα • | καθαρματάρες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.