ιστόγραμμα
Greek
Etymology
From English histogram, from Ancient Greek ἱστός (histós, “mast”) + -γραμμα (-gramma).
Noun
ιστόγραμμα • (istógramma) n (plural ιστογράμματα)
Declension
declension of ιστόγραμμα
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ιστόγραμμα • | ιστογράμματα • |
genitive | ιστογράμματος • | ιστογραμμάτων • |
accusative | ιστόγραμμα • | ιστογράμματα • |
vocative | ιστόγραμμα • | ιστογράμματα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.