ισοσύλλαβος
Greek
Adjective
ισοσύλλαβος • (isosýllavos) m (feminine ισοσύλλαβη, neuter ισοσύλλαβο)
Declension
Declension of ισοσύλλαβος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ισοσύλλαβος • | ισοσύλλαβη • | ισοσύλλαβο • | ισοσύλλαβοι • | ισοσύλλαβες • | ισοσύλλαβα • |
genitive | ισοσύλλαβου • | ισοσύλλαβης • | ισοσύλλαβου • | ισοσύλλαβων • | ισοσύλλαβων • | ισοσύλλαβων • |
accusative | ισοσύλλαβο • | ισοσύλλαβη • | ισοσύλλαβο • | ισοσύλλαβους • | ισοσύλλαβες • | ισοσύλλαβα • |
vocative | ισοσύλλαβε • | ισοσύλλαβη • | ισοσύλλαβο • | ισοσύλλαβοι • | ισοσύλλαβες • | ισοσύλλαβα • |
Antonyms
- ανισοσύλλαβος (anisosýllavos, “imparisyllabic”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.