ιδιοκτησία
Greek
Noun
ιδιοκτησία • (idioktisía) f (plural ιδιοκτησίες)
Declension
declension of ιδιοκτησία
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ιδιοκτησία • | ιδιοκτησίες • |
genitive | ιδιοκτησίας • | ιδιοκτησιών • |
accusative | ιδιοκτησία • | ιδιοκτησίες • |
vocative | ιδιοκτησία • | ιδιοκτησίες • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.