θρησκόληπτος
Greek
Etymology
θρήσκος (thrískos, “religious”) + -ληπτος (-liptos, “taken, received”). -ληπτος (-liptos) derives from λαμβάνω (lamváno, “to receive, to take”). First attested 1888.
Pronunciation
- IPA(key): /θɾisˈkoliptos/
- Hyphenation: θρη‧σκό‧λη‧πτος
Adjective
θρησκόληπτος • (thriskóliptos) m (feminine θρησκόληπτη, neuter θρησκόληπτο)
- (derogatory) churchy, pietistic, devout, Bible-bashing (religious or pious to a fanatic level)
- Βέβαια, όλοι οι θρησκόληπτοι πολιτικοί πήραν τον όρκο μπροστά στους παπάδες.
- Vévaia, óloi oi thriskóliptoi politikoí píran ton órko brostá stous papádes.
- Of course, all the churchy politicians took the oath in front of the priests.
Declension
Declension of θρησκόληπτος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | θρησκόληπτος • | θρησκόληπτη • | θρησκόληπτο • | θρησκόληπτοι • | θρησκόληπτες • | θρησκόληπτα • |
genitive | θρησκόληπτου • | θρησκόληπτης • | θρησκόληπτου • | θρησκόληπτων • | θρησκόληπτων • | θρησκόληπτων • |
accusative | θρησκόληπτο • | θρησκόληπτη • | θρησκόληπτο • | θρησκόληπτους • | θρησκόληπτες • | θρησκόληπτα • |
vocative | θρησκόληπτε • | θρησκόληπτη • | θρησκόληπτο • | θρησκόληπτοι • | θρησκόληπτες • | θρησκόληπτα • |
Synonyms
- θρησκομανής (thriskomanís, “churchy, pietistic”)
Derived terms
- θρησκοληψία f (thriskolipsía, “churchiness, pietism”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.