θηλυγονία
Greek
Noun
θηλυγονία • (thilygonía) f (plural θηλυγονίες)
- female birth (used mainly in phrases)
- Antonym: αρρενογονία (arrenogonía)
Declension
declension of θηλυγονία
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | θηλυγονία • | θηλυγονίες • |
genitive | θηλυγονίας • | θηλυγονιών • |
accusative | θηλυγονία • | θηλυγονίες • |
vocative | θηλυγονία • | θηλυγονίες • |
Further reading
- θηλυγονία - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.