ημεροδείκτης
Greek
Noun
ημεροδείκτης • (imerodeíktis) m (plural ημεροδείκτες)
- day by day tear off calendar
- calendar, almanac (more generally)
Declension
declension of ημεροδείκτης
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | ημεροδείκτης • | ημεροδείκτες • |
genitive | ημεροδείκτη • | ημεροδεικτών • |
accusative | ημεροδείκτη • | ημεροδείκτες • |
vocative | ημεροδείκτη • | ημεροδείκτες • |
Related terms
- see: ημέρα f (iméra, “day”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.