ζωντανός
Greek
Etymology
From stem ζωντ- (zōnt-) of the indeclinable medieval participle Byzantine Greek ζῶντα (zônta) from ancient participle ζῶν (zôn) of verb ζῶ (zô).[1] With suffix -ανός (-anós) for adjectives.[2]
Pronunciation
- IPA(key): /zon.daˈnos/
- Hyphenation: ζω‧ντα‧νός
Adjective
ζωντανός • (zontanós) m (feminine ζωντανή, neuter ζωντανό)
Declension
Declension of ζωντανός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ζωντανός • | ζωντανή • | ζωντανό • | ζωντανοί • | ζωντανές • | ζωντανά • |
genitive | ζωντανού • | ζωντανής • | ζωντανού • | ζωντανών • | ζωντανών • | ζωντανών • |
accusative | ζωντανό • | ζωντανή • | ζωντανό • | ζωντανούς • | ζωντανές • | ζωντανά • |
vocative | ζωντανέ • | ζωντανή • | ζωντανό • | ζωντανοί • | ζωντανές • | ζωντανά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ζωντανός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ζωντανός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ζωντανότερος • | ζωντανότερη • | ζωντανότερο • | ζωντανότεροι • | ζωντανότερες • | ζωντανότερα • |
genitive | ζωντανότερου • | ζωντανότερης • | ζωντανότερου • | ζωντανότερων • | ζωντανότερων • | ζωντανότερων • |
accusative | ζωντανότερο • | ζωντανότερη • | ζωντανότερο • | ζωντανότερους • | ζωντανότερες • | ζωντανότερα • |
vocative | ζωντανότερε • | ζωντανότερη • | ζωντανότερο • | ζωντανότεροι • | ζωντανότερες • | ζωντανότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ζωντανότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ζωντανότατος • | ζωντανότατη • | ζωντανότατο • | ζωντανότατοι • | ζωντανότατες • | ζωντανότατα • |
genitive | ζωντανότατου • | ζωντανότατης • | ζωντανότατου • | ζωντανότατων • | ζωντανότατων • | ζωντανότατων • |
accusative | ζωντανότατο • | ζωντανότατη • | ζωντανότατο • | ζωντανότατους • | ζωντανότατες • | ζωντανότατα • |
vocative | ζωντανότατε • | ζωντανότατη • | ζωντανότατο • | ζωντανότατοι • | ζωντανότατες • | ζωντανότατα • |
Related terms
- ζωντανά (zontaná, adverb)
- ζωντάνεμα n (zontánema, “reviving”)
- ζωντανεύω (zontanévo, “come/bring to life”)
- ζωντάνια f (zontánia, “being lively”)
- ζωντανό n (zontanó, “animal”) (colloquial)
- ζωντόβολο n (zontóvolo, “animal, figuratively: derogatory”) (colloquial)
- ζωντοχήρος m (zontochíros, “divorced man”), feminine: ζωντοχήρα (zontochíra) (informal)
and
References
- ζωντανός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- ζωντανός - Babiniotis, Georgios (2002) Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας: […] [Dictionary of Modern Greek (language)] (in Greek), 2nd edition, Athens: Kentro Lexikologias [Lexicology Centre], 1st edition 1998, →ISBN.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.