ζεσταμένος
Greek
Etymology
Perfect participle of ζεσταίνομαι (zestaínomai), passive voice of ζεσταίνω (zestaíno, “to warm up”).
Pronunciation
- IPA(key): /ze.staˈme.nos/
- Hyphenation: ζε‧στα‧μέ‧νος
Declension
Declension of ζεσταμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ζεσταμένος • | ζεσταμένη • | ζεσταμένο • | ζεσταμένοι • | ζεσταμένες • | ζεσταμένα • |
genitive | ζεσταμένου • | ζεσταμένης • | ζεσταμένου • | ζεσταμένων • | ζεσταμένων • | ζεσταμένων • |
accusative | ζεσταμένο • | ζεσταμένη • | ζεσταμένο • | ζεσταμένους • | ζεσταμένες • | ζεσταμένα • |
vocative | ζεσταμένε • | ζεσταμένη • | ζεσταμένο • | ζεσταμένοι • | ζεσταμένες • | ζεσταμένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ζεσταμένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ζεσταμένος, etc.) |
Derived terms
- ξαναζεσταμένος (xanazestaménos, “rewarmed”) (also ironic)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.