εύρωστος
Greek
Etymology
From Ancient Greek εὔρωστος (eúrōstos), from εὖ (eû) + ῥώννυμι (rhṓnnumi).
Adjective
εύρωστος • (évrostos) m (feminine εύρωστη, neuter εύρωστο)
Declension
Declension of εύρωστος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εύρωστος • | εύρωστη • | εύρωστο • | εύρωστοι • | εύρωστες • | εύρωστα • |
genitive | εύρωστου • | εύρωστης • | εύρωστου • | εύρωστων • | εύρωστων • | εύρωστων • |
accusative | εύρωστο • | εύρωστη • | εύρωστο • | εύρωστους • | εύρωστες • | εύρωστα • |
vocative | εύρωστε • | εύρωστη • | εύρωστο • | εύρωστοι • | εύρωστες • | εύρωστα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εύρωστος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εύρωστος, etc.) |
Related terms
- see: άρρωστος (árrostos, “ill, sick”)
Further reading
- εύρωστος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.