ευκαιρία

See also: εὐκαιρία

Greek

Etymology

From the Ancient Greek εὐκαιρία (eukairía).

Pronunciation

  • IPA(key): /ef.ce.ˈri.a/
  • Hyphenation: ευ‧και‧ρία

Noun

ευκαιρία • (efkairía) f (plural ευκαιρίες)

  1. occasion, opportunity, chance
    Δεν είχα η ευκαιρία να ταξιδέψω στην Aμερική.
    Den eícha i efkairía na taxidépso stin Amerikí.
    I didn't have the opportunity to travel to America.
    Δε βρίσκω ευκαιρία ούτε εφημερίδα να διαβάσω.
    De vrísko efkairía oúte efimerída na diaváso.
    I didn't have a chance to read the newspaper.
    Σε πρώτη ευκαιρία θα έρθω να σε δω.
    Se próti efkairía tha értho na se do.
    At first opportunity, I will come see you.

Declension

  • ευκαιριακός (efkairiakós)
  • εύκαιρος (éfkairos)
  • ευκαιρώ (efkairó)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.