ερημοποίηση
Greek
Noun
ερημοποίηση • (erimopoíisi) f (plural ερημοποιήσεις)
- (geography, ecology) desertification
- Synonym: απερήμωση (aperímosi)
Declension
declension of ερημοποίηση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | ερημοποίηση • | ερημοποιήσεις • | |
genitive | ερημοποίησης • | ερημοποιήσεων • | |
accusative | ερημοποίηση • | ερημοποιήσεις • | |
vocative | ερημοποίηση • | ερημοποιήσεις • | |
Older or formal genitive singular: ερημοποιήσεως • |
Further reading
- ερημοποίηση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.