επισκεπτήριο
Greek
Noun
επισκεπτήριο • (episkeptírio) n (plural επισκεπτήρια)
- visiting hour(s)
- (by extension) visitor(s) (during visitor hours)
- visiting card, card
Declension
declension of επισκεπτήριο
case \ number | singular | plural |
---|---|---|
nominative | επισκεπτήριο • | επισκεπτήρια • |
genitive | επισκεπτηρίου •, επισκεπτήριου • | επισκεπτηρίων • |
accusative | επισκεπτήριο • | επισκεπτήρια • |
vocative | επισκεπτήριο • | επισκεπτήρια • |
Related terms
- επίσκεψη f (epískepsi, “visit”)
- επισκέπτης m (episképtis, “visitor”)
- επισκέπτομαι (episképtomai, “to visit”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.