επανεκκίνηση
Greek
Etymology
From επαν- (epan-) + εκκίνηση (ekkínisi).
Declension
declension of επανεκκίνηση
case \ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | επανεκκίνηση • | επανεκκινήσεις • | |
genitive | επανεκκίνησης • | επανεκκινήσεων • | |
accusative | επανεκκίνηση • | επανεκκινήσεις • | |
vocative | επανεκκίνηση • | επανεκκινήσεις • | |
Older or formal genitive singular: επανεκκινήσεως • |
Further reading
- επανεκκίνηση - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.