επαγωγικός
Greek
Adjective
επαγωγικός • (epagogikós) m (feminine επαγωγική, neuter επαγωγικό)
- deductive
- inductive, a posteriori
- Synonyms: εκ των υστέρων (ek ton ystéron), αποστεριόρι (aposterióri)
Declension
Declension of επαγωγικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επαγωγικός • | επαγωγική • | επαγωγικό • | επαγωγικοί • | επαγωγικές • | επαγωγικά • |
genitive | επαγωγικού • | επαγωγικής • | επαγωγικού • | επαγωγικών • | επαγωγικών • | επαγωγικών • |
accusative | επαγωγικό • | επαγωγική • | επαγωγικό • | επαγωγικούς • | επαγωγικές • | επαγωγικά • |
vocative | επαγωγικέ • | επαγωγική • | επαγωγικό • | επαγωγικοί • | επαγωγικές • | επαγωγικά • |
Further reading
- επαγωγικός - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.