επίσημος
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἐπίσημος (epísēmos).
Adjective
επίσημος • (epísimos) m (feminine επίσημη, neuter επίσημο)
- formal, official, authoritative, relating to office or position.
Declension
Declension of επίσημος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επίσημος • | επίσημη • | επίσημο • | επίσημοι • | επίσημες • | επίσημα • |
genitive | επίσημου • | επίσημης • | επίσημου • | επίσημων • | επίσημων • | επίσημων • |
accusative | επίσημο • | επίσημη • | επίσημο • | επίσημους • | επίσημες • | επίσημα • |
vocative | επίσημε • | επίσημη • | επίσημο • | επίσημοι • | επίσημες • | επίσημα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επίσημος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επίσημος, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επισημότερος • | επισημότερη • | επισημότερο • | επισημότεροι • | επισημότερες • | επισημότερα • |
genitive | επισημότερου • | επισημότερης • | επισημότερου • | επισημότερων • | επισημότερων • | επισημότερων • |
accusative | επισημότερο • | επισημότερη • | επισημότερο • | επισημότερους • | επισημότερες • | επισημότερα • |
vocative | επισημότερε • | επισημότερη • | επισημότερο • | επισημότεροι • | επισημότερες • | επισημότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο επισημότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επισημότατος • | επισημότατη • | επισημότατο • | επισημότατοι • | επισημότατες • | επισημότατα • |
genitive | επισημότατου • | επισημότατης • | επισημότατου • | επισημότατων • | επισημότατων • | επισημότατων • |
accusative | επισημότατο • | επισημότατη • | επισημότατο • | επισημότατους • | επισημότατες • | επισημότατα • |
vocative | επισημότατε • | επισημότατη • | επισημότατο • | επισημότατοι • | επισημότατες • | επισημότατα • |
See also
- επιτακτικός (epitaktikós)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.