επίδικος
Greek
Adjective
επίδικος • (epídikos) m (feminine επίδικη, neuter επίδικο)
- litigious (of or pertaining to litigation)
Declension
Declension of επίδικος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επίδικος • | επίδικη • | επίδικο • | επίδικοι • | επίδικες • | επίδικα • |
genitive | επίδικου • | επίδικης • | επίδικου • | επίδικων • | επίδικων • | επίδικων • |
accusative | επίδικο • | επίδικη • | επίδικο • | επίδικους • | επίδικες • | επίδικα • |
vocative | επίδικε • | επίδικη • | επίδικο • | επίδικοι • | επίδικες • | επίδικα • |
Further reading
- επίδικος - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.