εξαρτημένος
Greek
Alternative forms
- εξηρτημένος (exirtiménos)
Adjective
εξαρτημένος • (exartiménos) m (feminine εξαρτημένη, neuter εξαρτημένο)
- dependent (relying upon)
Declension
Declension of εξαρτημένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εξαρτημένος • | εξαρτημένη • | εξαρτημένο • | εξαρτημένοι • | εξαρτημένες • | εξαρτημένα • |
genitive | εξαρτημένου • | εξαρτημένης • | εξαρτημένου • | εξαρτημένων • | εξαρτημένων • | εξαρτημένων • |
accusative | εξαρτημένο • | εξαρτημένη • | εξαρτημένο • | εξαρτημένους • | εξαρτημένες • | εξαρτημένα • |
vocative | εξαρτημένε • | εξαρτημένη • | εξαρτημένο • | εξαρτημένοι • | εξαρτημένες • | εξαρτημένα • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εξαρτημένος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εξαρτημένος, etc.) |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.