εντατικός
Greek
Declension
Declension of εντατικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εντατικός • | εντατική • | εντατικό • | εντατικοί • | εντατικές • | εντατικά • |
genitive | εντατικού • | εντατικής • | εντατικού • | εντατικών • | εντατικών • | εντατικών • |
accusative | εντατικό • | εντατική • | εντατικό • | εντατικούς • | εντατικές • | εντατικά • |
vocative | εντατικέ • | εντατική • | εντατικό • | εντατικοί • | εντατικές • | εντατικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εντατικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εντατικός, etc.) |
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εντατικότερος • | εντατικότερη • | εντατικότερο • | εντατικότεροι • | εντατικότερες • | εντατικότερα • |
genitive | εντατικότερου • | εντατικότερης • | εντατικότερου • | εντατικότερων • | εντατικότερων • | εντατικότερων • |
accusative | εντατικότερο • | εντατικότερη • | εντατικότερο • | εντατικότερους • | εντατικότερες • | εντατικότερα • |
vocative | εντατικότερε • | εντατικότερη • | εντατικότερο • | εντατικότεροι • | εντατικότερες • | εντατικότερα • |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο εντατικότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εντατικότατος • | εντατικότατη • | εντατικότατο • | εντατικότατοι • | εντατικότατες • | εντατικότατα • |
genitive | εντατικότατου • | εντατικότατης • | εντατικότατου • | εντατικότατων • | εντατικότατων • | εντατικότατων • |
accusative | εντατικότατο • | εντατικότατη • | εντατικότατο • | εντατικότατους • | εντατικότατες • | εντατικότατα • |
vocative | εντατικότατε • | εντατικότατη • | εντατικότατο • | εντατικότατοι • | εντατικότατες • | εντατικότατα • |
Derived terms
- εντατικώς (entatikós, “naturally”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.